Days of ‘36, 1972

Οι Μέρες του ‘36 από 01/12 σε επετειακή επανέκδοση 50 χρόνων από τη NEW STAR σε συνεργασία με την οικογένεια του Θόδωρου Αγγελόπουλου.

Μέχρι τις 31/12/23, η NEW STAR σε συνεργασία με την οικογένεια του Θ. Αγγελόπουλου διοργανώνει ένα 13μηνο αφιέρωμα στον σπουδαίο Δημιουργό στο STUDIO.

Από τον Δεκέμβριο η NEW STAR θα προβάλλει κάθε μήνα και μία από τις 13 μεγάλου μήκους ταινίες του σκηνοθέτη.

Βραβείο σκηνοθεσίας και φωτογραφίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1972

Βραβείο Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (Fipresci) στο Φόρουμ του Βερολίνου 1972

Σκηνοθεσία: Θόδωρος Αγγελόπουλος

Σενάριο: Θόδωρος Αγγελόπουλος, Πέτρος Μάρκαρης, Θανάσης Βαλτινός, Στρατής Καρράς

Πρωταγωνιστούν: Κώστας Παύλου, Πέτρος Μάρκαρης, Χρήστος Καλαβρούζος, Πέτρος Ζαρκάδης, Χριστόφορος Κ. Νέζερ, Θάνος Γραμμένος, Βασίλης Τσάγκλος, Γιάννης Κανδήλας, Χριστόφορος Χειμάρας, Πέτρος Χοϊδάς, Τάκης Δουκάκος, Κώστας Σφήκας, Θανάσης Βαλτινός, Γιώργος Κυρίτσης, Τούλα Σταθοπούλου, Έρικα Δαροπούλου, Αλέξης Μπούμπης, Γιώργος Τσιφός, Γιάννης Σμαραγδής, Λάμπρος Παπαδημητράκης, Τιτίκα Βλαχοπούλου, Κυριάκος Κατριβάνος, Κώστας Μανδήλας, Στάθης Στακιάς, Νικόλαος Χατζηγεωργίου, Κ. Ιμπροχώρη, Α. Ζερβού, Αλέκος Αργυρίου, Γιάννης Πανταζόπουλος, Βαγγέλης Καζάν, Πάνος Κοκκινόπουλος, Γιώργος Σίβρης, Τέλης Σαμαντάς, Ιάκωβος Παϊρίδης.

Φωτογραφία: Γιώργος Αρβανίτης

Μοντάζ: Βασίλης Συρόπουλος

Σκηνικά-Κοστούμια: Μικές Καραπιπέρης

Παραγωγή: Γιώργος Παπαλιός

Διάρκεια: 100’

Γλώσσα: Ελληνικά

Περίληψη:

Σε μια πλατεία γεμάτη κόσμο δολοφονείται ένας συνδικαλιστής. Οι υποψίες στρέφονται στον Σοφιανό, έναν πρώην συνεργάτη της αστυνομίας που έχει πέσει σε δυσμένεια. Ο Σοφιανός αγωνίζεται μάταια ν’ αποδείξει την αθωότητά του. Απελπισμένος, κρατάει όμηρο στο κελί του ένα φίλο βουλευτή που έχει έρθει να τον επισκεφτεί στη φυλακή, και απειλεί να τον σκοτώσει αν δεν τον ελευθερώσουν. Είμαστε στις παραμονές των εκλογών του 1936, και η κυβέρνηση Μεταξά, που μόλις στέκεται όρθια χάρη σ’ έναν δύσκολο συμβιβασμό ανάμεσα στις δυνάμεις της Δεξιάς και του Κέντρου, βρίσκεται σε μια πολύ λεπτή θέση: αν αντισταθεί στον εκβιασμό του Σοφιανού, προκαλώντας το θάνατο του

βουλευτή, θα χάσει τη στήριξη της Δεξιάς αν, αντίθετα, υποκύψει στον εκβιασμό κι αφήσει ελεύθερο τον κρατούμενο, θα χάσει τη στήριξη του Κέντρου.

 

Σχετικά με την ταινία:

Η ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου “Μέρες του ’36” γυρίστηκε κατά τη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας και συγκεκριμένα το 1972. Είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του και εντάσσεται μαζί με τον “Θίασο” και τους “Κυνηγούς” στην τριλογία της ιστορίας. Η ταινία γεννήθηκε μέσα απ’ την ανάγκη του δημιουργού να μιλήσει για τη δικτατορία μέσα σε συνθήκες δικτατορίας. Έτσι, αποφάσισε να γυρίσει σε μια προηγούμενη δικτατορία, αυτή του Μεταξά.

Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος, χαρισματικός σκηνοθέτης δίνει με τον πιο παραστατικό τρόπο την ωμή διακυβέρνηση της δικτατορίας του Μεταξά χωρίς συναισθηματισμούς με ηθοποιούς ανδρείκελα αποστασιοποιημένα από συναισθηματισμούς και τυπικότητες, θύματα και θύτες. Μυστηριακές σιωπές και σκηνές να παραλείπονται όπως αυτή του κελιού του Σοφιανού προς το τέλος είναι μερικά από τα στοιχεία που συναποτελούν την επιτυχία της απόδοσης των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών της εποχής με την δικτατορία της 4ης Αυγούστου να παγώσει κάθε πνευματική ανάπτυξη.

Στις «Μέρες του ’36», ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, την ώρα που προσπαθεί να ξεφύγει έντεχνα, και επιτυχώς ως απεδείχθη, από τα νύχια της λογοκρισίας, μοιάζει να πειραματίζεται. Πειραματίζεται αφενός πάνω στην υπαινικτική αφήγηση των γεγονότων αφετέρου πάνω στην αποστασιοποίηση. Ακολουθεί σχεδόν πιστά τον Μπέρτολτ Μπρεχτ, ο οποίος υποστήριζε πως δεν πρέπει να καταργήσουμε το φυσικό αλλά αντίθετα να το εντατικοποιήσουμε και να το στιλιζάρουμε. Κι’ αυτό κάνει ο Αγγελόπουλος. Σκηνοθετεί στιλιζαρισμένα, χορογραφεί στο χώρο τις κινήσεις των ηθοποιών αλλά και τις κινήσεις της κάμερας. Ουσιαστικά δεν υπάρχουν χαρακτήρες, δεν εμβαθύνει στους ήρωές του, θαρρείς και η ύπαρξή τους είναι προσχηματική. Τους αφήνει σχεδόν άνευ αισθημάτων, να κινούνται σαν πιόνια στην σκακιέρα ακολουθώντας απλώς τον ρου της Ιστορίας, συχνά ως θύματά της. Η Ιστορία τους παρασέρνει και η όποια συγκίνηση δεν περνά στο θεατή μέσα από τα πάθη των ηρώων αλλά διαμεσολαβείται από

τα συλλογικά πάθη, ως αποτέλεσμα των γεγονότων. Δεν υπάρχουν προσωπικές ιστορίες, υπάρχει μόνον η δίνη της Ιστορίας, η οποία επηρεάζει τις ζωές των ανθρώπων.

Το δεύτερο φιλμ του Θ.Αγγελόπουλου, καθαρά πολιτικής θεματικής, οι Μέρες του ’36, γυρίστηκε επί δικτατορίας και κατά συνέπεια επιχειρεί να παρακάμψει με την ιδιότυπη, αισθητική, αφαιρετική γραφή του τη λογοκρισία. Διαδραματίζεται λίγο πριν τη δικτατορία του Μεταξά και εξιστορεί, με πολύ ελλειπτικό ντεκουπάζ και πλανοθεσία, πολιτικά γεγονότα που οδήγησαν σε αυτή. Μπορούμε να πούμε πως προαναγγέλλει τις ίντριγκες των στρατιωτικών και αστών πολιτικών που έφεραν τη δικτατορία του 1967, εποχή κατά την οποία έγινε η ταινία…

Τα ουσιώδη πολιτικά γεγονότα συμβαίνουν, στο φιλμ, πίσω από πόρτες και κατώφλια, και στο βάθος πεδίου, ώστε να μη μπορούμε να παρακολουθήσουμε ή να ακούσουμε τις ουσιαστικές, σημαντικές συζητήσεις και τις λήψεις των αποφάσεων. Η πολιτική και η Ιστορία διαδραματίζονται, ουσιαστικά, κάπου στα κρυφά, μακριά από εμάς, στα παρασκήνια, στη σκιά, σε κλειστά γραφεία και σε μακριούς διαδρόμους. Τα λόγια που ακούγονται είναι λίγα, μάλλον αόριστα κι απλώς λειτουργικά, δεν προχωρούν σε βάθος. Οι σιωπές και οι προσεκτικά επιλεγμένοι χώροι έχουν εντονότερη παρουσία. Παρακολουθούμε, επίσης, τη χορογραφία της κάμερας και των ηθοποιών και κομπάρσων, σε μεγάλα πλάνα και αλλεπάλληλα (ενίοτε ακατάληπτα) πήγαινε έλα. Το στιλ θυμίζει τον Ούγγρο Μίκλος Γιάντσο.

Στις «Μέρες του ‘36», η αποστασιοποίηση είναι εξόφθαλμη. Ο Αγγελόπουλος την χρησιμοποιεί ως εργαλείο για να μιλήσει για την σκοτεινή περίοδο στην οποία αναφέρεται. Περίοδο μυστικών συναντήσεων, συζητήσεων πίσω από κλειστές πόρτες, πολιτικές ίντριγκες και λοβιτούρες. Μια κατάσταση η οποία μοιάζει σαν κάτι να προετοιμάζεται, κάτι όχι και πολύ καθαρό. Στην πραγματικότητα, αυτό που συνέβη ήταν η δικτατορία του Μεταξά.

Βέβαια, μια τέτοια ευκαιρία δεν θα μπορούσε να πάει χαμένη, δεν θα το επέτρεπε στον εαυτό του ούτε ο ίδιος ο σκηνοθέτης. Ήταν μέσα στους σκοπούς τους, μέσα στις προθέσεις του. Δηλαδή να μιλήσει για την ανώμαλη πολιτική κατάσταση η οποία υπήρχε στην Ελλάδα την περίοδο που γυριζόταν η ταινία. Την εποχή της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Της οποίας προηγήθηκε μια παρόμοια κατάσταση πολιτικής αποσταθεροποίησης και ανωμαλίας η οποία οδήγησε στην άνοδο του Παπαδόπουλου, της Ελλάδος των Ελλήνων Χριστιανών.

Άλλωστε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος είχε δηλώσει πως «η δικτατορία είναι εγγεγραμμένη στον ίδιο τον καμβά της ταινίας».

Η αισθητική του Αγγελόπουλου αρχίζει να σχηματοποιείται με τις «Μέρες του ’36». Η αισθητική του υπαινιγμού, της αφαίρεσης, της απομάκρυνσης και της αποστασιοποίησης. Των μακρινών αργών πλάνων, της κάμερας-παρατηρητή, πλάνα στα οποία ο σκηνοθέτης θέλει να περιλάβει όσο περισσότερη Ιστορία μπορεί.

 

Ήταν τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, όταν, στην αρχή της εφηβείας μας πια, ζώντας την θαυμαστή περιπέτεια του βλέμματος στις κινηματογραφικές αίθουσες – «ναούς» (Αλκυονίδα, Στούντιο, Ταινιοθήκη) αλλά και την ρευστότητα μιας εντελώς πρωτόγνωρης πολιτικής κατάστασης, κουβαλώντας όλη τη σύγχυση της γενιάς μας σε σχέση με την αντιμετώπιση της Τέχνης, των ιδεολογιών, των «προοδευτικών» και των «αντιδραστικών», αναζητώντας το ιδεώδες αισθητικό όχημα των ιδεολογημάτων μας, «πέσαμε» (όπως ήταν αναμενόμενο) πάνω στα έργα του Έλληνα σκηνοθέτη, για τον οποίο οι «μέντορές» μας (ο Σταματίου, ο Ραφαηλίδης, ο «Σύγχρονος κινηματογράφος»), αφιέρωναν σελίδες επί σελίδων και οι μεγαλύτεροί μας, τουλάχιστον το πολιτικοποιημένο κομμάτι τους, αφιέρωναν ώρες επί ωρών συζητήσεων, σε αμφιθέατρα, πρωινές προβολές, μεταμεσονύχτια κουτούκια.

Η Μελίνα Μερκούρη είχε δηλώσει κάποτε, πως «η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας είναι ο πολιτισμός». Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος δικαίωσε με τον καλύτερο τρόπο την θέση της Μελίνας, διαγράφοντας μια μοναχική όσο και ασυμβίβαστη δημιουργική πορεία, που τον οδήγησε στην διεθνή αναγνώριση ως έναν από τους κορυφαίους σύγχρονους δημιουργούς, χαρίζοντας στον Ελληνικό κινηματογράφο τις μεγαλύτερες διακρίσεις της Ιστορίας του.