Η πέμπτη κατά σειρά μεγάλου μήκους ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου, από 30/03 σε επανέκδοση από τη NEW STAR, αποκλειστικά στο STUDIO new star art cinema

και μέσα στα πλαίσια του αφιερώματος «2023,Έτος Θ. Αγγελόπουλου» που διοργανώνει η NEW STAR σε συνεργασία με την οικογένεια του Θόδωρου Αγγελόπουλου.

Κάθε μήνα θα προβάλλεται και μία ταινία του Δημιουργού, Δεκέμβριος 2022 – Δεκέμβριος 2023.

«Να μιλήσω στην επόμενη ταινία μου πιο απλά. Αλλά η απλότητα είναι κατάκτηση, όχι επιλογή. Ο Σεφέρης έλεγε “Θα ‘θελα να μιλήσω πιο απλά, να μου δοθεί αυτή η χάρη”. Όσοι συνεχίζουμε να κάνουμε κινηματογράφο είναι, επειδή δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Δεν είναι πια επάγγελμα αλλά τρόπος αναπνοής…» – Θόδωρος Αγγελόπουλος

 

Η πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του Θ.Αγγελόπουλου.

Ένα έργο υπεύθυνο ταυτόχρονα για τη γέννηση του «νέου» ελληνικού κινηματογράφου αλλά και για την παρακμή του.

Ένα έργο που τουλάχιστον για τις πρώτες δύο δεκαετίες του υπήρξε το μόνο ελληνικό σινεμά που γνώριζαν εκτός συνόρων.

Μια ταινία γεμάτη συμβολισμούς.

Η πιο πολιτική ταινία του Αγγελόπουλου.

Ένα έργο εξαιρετικά σημαντικό.

Έντονα επίκαιρο στη σημερινή εποχή.

Μια διαλεκτική ματιά ιστορικά γεγονότα.

Χρυσό Λιοντάρι στο Φεστιβάλ Βενετίας

Βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (Fipresci)

Βραβείο Cinema Nuovo Φεστιβάλ Βενετίας

Βραβείο της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1980.

 

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Σκηνοθεσία Θόδωρος Αγγελόπουλος

Σενάριο: Θόδωρος Αγγελόπουλος

Διεύθυνση φωτογραφίας: Γιώργος Αρβανίτης

Μουσική: Χριστοδουλος Χάλαρης

Ηθοποιοί: Ομηρο Αντονούτι, Εύα Κοταμανίδου, Γρηγόρης Ευαγγελάτος, Τούλα Σταθοπούλου

Παραγωγή: Θόδωρος Αγγελόπουλος

Φορμάτ: Μεγάλου Μήκους

Διάρκεια: 235

Έτος: 1980

Διάρκεια: 210 λεπτά

Χρώμα: Έγχρωμη

Χώρα: Ελλάδα – Ιταλία

Περίληψη:

Παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1900, δραπετεύει από τη φυλακή, καβάλα σ’ ένα άσπρο άλογο, ένας επικίνδυνος ληστής: ο Μεγαλέξαντρος, όπως τον αποκαλεί ο λαός, αφού βλέπει σ’ αυτόν το μυθικό ανάλογο των λαϊκών εξεγέρσεων. Με τη βοήθεια των παλικαριών του, απάγει μια ομάδα άγγλων διπλωματών και τους κρατάει όμηρους στο χωριό του, ζητώντας από την κυβέρνηση αμνηστία και την επιστροφή της γης στους χωρικούς. Oι χωρικοί, που έχουν δημιουργήσει μια κοινότητα κάτω από την καθοδήγηση ενός δασκάλου σοσιαλιστή, υποδέχονται τον Αλέξανδρο και τους δικούς του, και τον χαιρετίζουν ως λυτρωτή. Η αρμονία ανάμεσα στους ληστές και τους χωρικούς δεν διαρκεί πολύ. O Αλέξανδρος δε συμμετέχει στη ζωή της κοινότητας. Μένει μόνος με τους συντρόφους του και τις επιληπτικές του κρίσεις. Δεν ανέχεται κανενός είδους αντίδραση ή διαφωνία, και πολύ γρήγορα θα εκτελέσει το δάσκαλο και τη θετή του κόρη. Αποδυναμωμένοι από τις εσωτερικές διαμάχες, οι χωρικοί χτυπιούνται απ’ το στρατό, που επιδιώκει την απελευθέρωση των ομήρων και τη σύλληψη του Αλέξανδρου. Αυτός, πληγωμένος γίνεται βορά του πλήθους, και το σώμα του εξαφανίζεται. Ό,τι απέμεινε απ’ τον μυθικό ήρωα, είναι ένα μαρμάρινο κεφάλι και λίγο αίμα γύρω του. Στην έρημη πλατεία του χωριού, μετά την αντιπαράθεση με το στρατό, ο μικρός Αλέξανδρος, καβάλα σ’ ένα μουλάρι, θα απομακρυνθεί με προορισμό την πόλη.

Κριτικές:

«Μέσα από τον φακό του, ο Αγγελόπουλος κοιτάει τα πράγματα σιωπηλά. Είναι το βάρος αυτής της σιωπής και η ένταση του αμετακίνητου βλέμματος της κάμερας του Αγγελόπουλου, που κάνει τον «Μεγαλέξανδρο» τόσο δυνατό, που ο θεατής δεν μπορεί να αποδράσει από την οθόνη. Αυτού του είδους η κινηματογράφηση, τόσο προσωπική και μοναδική στην ιδιαιτερότητά της, τείνει να επιστρέφει στις ρίζες του Σινεμά. Αυτό ακριβώς είναι που δημιουργεί την εντύπωση της φρεσκάδας και της δύναμης. Όσο για μένα, παρακολουθώντας αυτό το φιλμ, ένιωσα βαθιά την απόλαυση του Κινηματογράφου, με την πιο απόλυτη έννοια του όρου.» – Ακίρα Κουροσάβα

«Ο Θίασος» είναι μια λαμπρή ταινία σε πολλά επίπεδα, καλλιτεχνικά, δομικά και στο περιεχόμενό της. Ενώ το αμερικάνικο κοινό μπορεί να χάσει μερικά σημεία λόγω της έλλειψης εξοικείωσης με την ελληνική ιστορία και τη μυθολογία, η ταινία αποτελεί μία αξιοσημείωτη ανακάλυψη στη δημιουργία πολιτικών ταινιών.

-Susan Tarr and Hans Proppe, Jump Cut