Σκηνοθετημένη από τον Τζίγκα Βερτόφ για την πρώτη επέτειο από τον θάνατο του Λένιν, η ταινία περιλαμβάνει ουσιαστικά όλα τα κινηματογραφικά πλάνα του ζωντανού Λένιν.

Όπως και η προλεταριακή επανάσταση, το «κινογκλάζ» είναι χωρίς προηγούμενο.

Και όσο οι «κινοκοί» δεν χωρίζουν τους ανθρώπους σε «ανθρώπους της τέχνης» και «ανθρώπους χωρίς τέχνης» και αρνούνται να βάλουν σύνορα μεταξύ της «δημιουργικής» και «μη δημιουργικής» εργασίας, το «κινογκλάζ» αναδεικνύεται σε ένα από τα εργαλεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού και ο Λένιν, με την σειρά του, ο πρώτος… «κινοκό»*.

«Ο Λένιν πέθανε, αλλά η υπόθεσή του ζει».

Βλέπουμε το λενινιστικό κάλεσμα στο κόμμα, την διάδοση των λενινιστικών ιδεών στην ζωή μετά τον θάνατό του και νέες επιτυχίες της Σοβιετικής χώρας στο μέτωπο της οικονομίας και του πολιτισμού. Τα έντονα πλάνα, το εκπληκτικό μοντάζ, η ένταξη σχεδόν του συνόλου των πλάνων με τον Λένιν εν ζωή, προκάλεσαν και εξακολουθούν να προκαλούν θαυμασμό.

Η ταινία αποτελεί ουσιαστικά το «προοίμιο» ή το σχεδίασμα των «Τριών τραγουδιών για τον Λένιν».

Χωρίζεται σε τρία μέρη:

Το πρώτο δείχνει τον Λένιν να καθοδηγεί την Επανάσταση, να συντρίβει την διεθνή εισβολή και τους λευκοφρουρούς και να εκβιομηχανίζει την Σοβιετική Ένωση.

Το δεύτερο δείχνει τον θάνατό του και τον θρήνο που προκάλεσε.

Το τρίτο είναι αφιερωμένο στον τρόπο που οι ιδέες του συνεχίζουν να ζουν στην σοσιαλιστική οικοδόμηση.

Σκηνοθεσία: Τζίγκα Βερτόφ

Σενάριο: Τζίγκα Βερτόφ

Μοντάζ: Τζίγκα Βερτόφ

ΣΥΝΟΨΗ

Η ταινία αποτελεί ουσιαστικά το «προοίμιο» ή το σχεδίασμα των «Τριών τραγουδιών για τον Λένιν». Χωρίζεται σε τρία μέρη: Το πρώτο δείχνει τον Λένιν να καθοδηγεί την Επανάσταση, να συντρίβει την διεθνή εισβολή και τους λευκοφρουρούς και να εκβιομηχανίζει την Σοβιετική Ένωση. Το δεύτερο δείχνει τον θάνατό του και τον θρήνο που προκάλεσε. Το τρίτο είναι αφιερωμένο στον τρόπο που οι ιδέες του συνεχίζουν να ζουν στην σοσιαλιστική οικοδόμηση.

Λίγα λόγια για την ταινία:

Μία από τις καλύτερες εκδόσεις, 21η στην σειρά, του θεματικού κινηματογραφικού, χρονικού περιοδικού υπό τον γενικό τίτλο «Κινοπράβντα» («Κινηματογραφική αλήθεια») του σπουδαίου, Τζίγκα Βερτόφ, αποτελεί αναμφισβήτητα το ντοκιμαντέρ «Λενινιστική Κινοπράβντα (Κινοπράβντα Νο 21) – Κινηματογραφικό ποίημα για τον Λένιν» που έκανε πρεμιέρα στις 21 Ιανουαρίου του 1925, σε παραγωγή της «Κουλτκινό».

Δημιουργημένη για την πρώτη επέτειο από τον θάνατο του Λένιν, η ταινία περιλαμβάνει ουσιαστικά όλα τα κινηματογραφικά πλάνα του ζωντανού Λένιν.

Η «Κινοπράβντα», από θεματικής πλευράς και από πλευράς περιεχομένου, αλλά και από άποψη φόρμας, αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς τα μπρος. Επεκτείνει την κάλυψη των καταγεγραμμένων φαινομένων της ζωής: Εκτός από τα πιο σημαντικά πολιτικά γεγονότα, από τα πιο σημαντικά γεγονότα από τους τομείς της βιομηχανίας, της γεωργίας, του πολιτισμού, η «Κινοπράβντα» περιλαμβάνει επιμέρους σκηνές από την καθημερινή ζωή των εργατών και των αγροτών.

Μαζί με τις «εκδόσεις», δομημένες σε μορφή «Εβδομάδα Κινηματογράφου» (κινηματογραφικό «περιοδικό» χρονικών που εκδιδόταν μέχρι την «Κινοπράβντα»), από «θέματα» που εσωτερικά δεν σχετίζονται μεταξύ τους, ο Βερτόφ δημιουργεί μια σειρά από θεματικές «εκδόσεις». Αυτή είναι η «Κινοπράβντα» αφιερωμένη στην πέμπτη επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης, η 1η Πανσοβιετική Γεωργική Έκθεση (1925), «Κινοπράβντα» – «Ανοιξιάτικη», «Πιονιέρικη» κλπ. Ιδιαίτερα επιτυχημένες ήταν οι δύο «Λενινιστικές Κινοπράβντες», με την πρώτη να προβάλλεται για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1925, στην επέτειος του θανάτου του Λένιν και η δεύτερη λίγους μήνες αργότερα.

Η πρώτη «Λενινιστική Κινοπράβντα» δεν προωθήθηκε σαν περιοδικό, αλλά σαν μεγάλο κινηματογραφικό, δημοσιογραφικό επίκαιρο. Αποτελείται από τρία μέρη, καθένα από το οποίο είναι αφιερωμένο σε ένα ειδικό θέμα: Στην εισαγωγή προβάλλεται η δράση του ζωντανού Λένιν στα χρόνια της Επανάστασης: Οι συγκλονιστικές ομιλίες του μπροστά στους εργάτες και τις μονάδες του Κόκκινου Στρατού, στα συνέδρια της Κομμουνιστικής Διεθνούς, στα εγκαίνια μνημείων, προβάλλεται η υλοποίηση των μεγαλειωδών λενινιστικών σχεδίων για την συντριβή των εισβολέων και των λευκοφρουρών, για την ανοικοδόμηση της λαϊκής περιουσίας, τον εξηλεκτρισμό της χώρας.

Το δεύτερο μέρος είναι αφιερωμένος στον θάνατο του αγαπημένου ηγέτη και του μεγάλου θρήνου των λαών. Ο θεατής βλέπει την ατελείωτη νεκρική πομπή από τα Βουνά (σσ. περιοχή της Μόσχας που ονομάστηκαν Λενινιστικά Βουνά) προς την Μόσχα, χιλιάδες επί χιλιάδων εργάτες, αγρότες, παλιοί μπολσεβίκοι, πιονιέροι να περπατούν θλιμμένοι, μια ατελείωτη γραμμή που περνάει δίπλα από τον τάφο στην αίθουσα του Σπιτιού των Σοβιέτ, την γεμάτη θλίψη Κόκκινη Πλατεία, την μέρα της κηδείας του δικού Λένιν.

Το τρίτο μέρος ανέπτυξε το θέμα «Ο Λένιν πέθανε, αλλά η υπόθεσή του ζει». Σε αυτό βλέπουμε το λενινιστικό κάλεσμα στο κόμμα, την διάδοση των λενινιστικών ιδεών στην ζωή μετά τον θάνατό του, νέες και νέες επιτυχίες της Σοβιετικής χώρας στο μέτωπο της οικονομίας και του πολιτισμού.

Τα έντονα πλάνα, το εκπληκτικό μοντάζ, η ένταξη σχεδόν του συνόλου των πλάνων με τον Λένιν εν ζωή, προκάλεσαν και εξακολουθούν να προκαλούν θαυμασμό, αλλά, ακόμη και τώρα, να πείθουν για την νίκη του λενινισμού.

Με την «Κινοπράβντα» ο Βερτόφ κατακτά το κοινό με όρους κινηματογράφου ως μορφή τέχνης. Μέχρι τότε, ο κόσμος και οι ομότεχνοί του δεν καταλάβαιναν ότι ο πόθος του να «αδράξει» την πραγματική ζωή μέσα από τον φακό, σχεδόν δίχως διαμεσολάβηση, ήταν τελικά κάτι πολύ περισσότερο από ένα κινηματογραφικό χρονικό που ήταν τότε ιδιαίτερα δημοφιλή. Γι’ αυτό και αρχικά οι ταινίες του δεν είχαν μεγάλη επιτυχία.

Ωστόσο, πολύ γρήγορα έγινε φανερό ότι ο Βερτόφ άνοιγε εντελώς καινούργιους δρόμους στην νέα τέχνη, με αποτέλεσμα να κατακτήσει και την μεγάλη επιτυχία σε επίπεδο δημοφιλίας και μεγαλειώδους υποδομής από τον κεντρικό κομματικό Τύπο.

Ένα μέρος της κριτικής θέτει το ζήτημα ως εξής: Το θέμα είναι ότι η ουσία του «κινογκλάζ», ως έννοια και όχι ως τίτλος ταινίας, από την βερτοφική οπτική, δεν είναι απλά η καλύτερη κατεύθυνση του επαναστατικού σοβιετικού κινηματογράφου. Ο πραγματικός σοβιετικός κινηματογράφος για τον Βερτόφ αρχίζει και τελειώνει με το «κινογκλάζ». Σημασία εδώ έχουν όχι οι πολιτικές συμπάθειες των σκηνοθετών, αλλά οι προσωπικές κινηματογραφικές αρχές: Μόνο η «ανατροπή», την οποία οι «κινοκοί» υλοποιούν στον κινηματογράφο, συνάδει απόλυτα με την κοινωνική ανατροπή, την Επανάσταση του Οχτώβρη.

Αν ο Αϊζενστάιν έβρισκε ιστορικά ανάλογα της θεωρίας του για το μοντάζ και στις βραχογραφίες και στην ποίηση του Πούσκιν, ο Βερτόφ αντιλαμβανόταν τον εαυτό του ως ριζοσπαστικό φορέα του νέου, ιδρυτή του κινηματογράφου, ο οποίος δεν έχει

απολύτως καμία σχέση με κανέναν από τον υπόλοιπο κινηματογράφο, με κανένα άλλο είδος τέχνης. Όπως και η προλεταριακή επανάσταση, το «κινογκλάζ» είναι χωρίς προηγούμενο. Και όσο οι «κινοκοί» δεν χωρίζουν τους ανθρώπους σε «ανθρώπους της τέχνης» και «ανθρώπους χωρίς τέχνης» και αρνούνται να βάλουν σύνορα μεταξύ της «δημιουργικής» και «μη δημιουργικής» εργασίας, το «κινογκλάζ» αναδεικνύεται σε ένα από τα εργαλεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού και ο Λένιν, με την σειρά του, ο πρώτος… «κινοκό»*.

Σημειώσεις

*Για τον Βερτόφ, η οθόνη της τεκμηρίωσης δεν πρέπει να αντιγράφει τα ανθρώπινα μάτια, αλλά να αναδεικνύει ό,τι αυτά δεν μπορούν να «δουν». Δηλαδή, με έναν τρόπο, να «τελειοποιεί» την ανθρώπινη θέαση των γεγονότων, με την κάμερα να μετατρέπεται σε «προέκταση» του ματιού, σε οπτικό «νυστέρι» αποκάλυψης της πραγματικότητας στις λιγότερο φωτισμένες, αλλά υπαρκτές πλευρές της. Αυτή η αντίληψη, εύλογα ριζωμένη στην απελευθέρωση των δημιουργικών δυνάμεων που επέφερε η Επανάσταση, εκφράστηκε με τον όρο «Κινο – οκο» (κινηματογράφος – βλέμμα/μάτι) και από εκεί «βαφτίστηκε» η ομάδα που συνέστησε ο Βερτόφ και άλλοι ντοκιμαντερίστες το 1919, με την επωνυμία «Κινοκί».

 

ΤΖΙΓΚΑ ΒΕΡΤΟΦ – ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ο Τζίγκα Βερτόφ γεννήθηκε στην Πολωνία το 1896 και το πραγματικό του όνομα ήταν Ντενίς Αρκάντεβιτς Κάουφμαν. Θέλοντας ωστόσο να συμβολίσει ακόμη και μέσα από το ψευδώνυμό του τους ιδεολογικούς και αισθητικούς προσανατολισμούς του, διάλεξε σαν όνομα το «Τζίγκα», που στα πολωνικά σημαίνει «λυκόπουλο» και επώνυμο το «Βερτόφ », βασισμένο στη ρωσική λέξη που αναφέρεται στη συνεχή κίνηση.

Αν και οι προεπαναστατικές σπουδές του ήταν στο ψυχονευρολογικό ινστιτούτο της Μόσχας, ωστόσο, ο Οχτώβρης, τον βρίσκει πίσω από την κινηματογραφική κάμερα, στο τμήμα κινηματογραφικών χρονικών της «Κινοκομιτέτ» (επιτροπή κινηματογράφου) της Μόσχας. Εκεί θα συμμετάσχει στο μοντάζ του πρώτου σοβιετικού κινηματογραφικού χρονικού «Κινηματογραφική Εβδομάδα» (1918-19).

Στον εμφύλιο που ακολούθησε την Επανάσταση, ο Βερτόφ θα είναι ένας από τους κινηματογραφιστές και άλλους καλλιτέχνες που επάνδρωσαν τα θρυλικά «προπαγανδιστικά τρένα», τα οποία «όργωναν» το νεαρό σοβιετικό κράτος για να αφυπνίσουν και να ενδυναμώσουν τις λαϊκές συνειδήσεις ενάντια στη λυσσαλέα επίθεση της εγχώριας μπουρζουαζίας και των σπαραγμάτων της αριστοκρατίας και των

ξένων συμμάχων τους. Αναδείχθηκε σε επικεφαλή των κινηματογραφικών συνεργείων στα μέτωπα του εμφυλίου, εντυπωσιακά όσο και επικίνδυνα γυρίσματα που μετατράπηκαν σε ταινίες όπως «Η μάχη στο Τσαρίτσινο» (1919), «Ιστορία του εμφυλίου πολέμου» (1922) κ.ά.

Μέσα από αυτή τη δράση ο Βερτόφ θα αρχίσει να συγκροτεί την προσέγγισή του στο ντοκιμαντέρ: Η οθόνη της τεκμηρίωσης δεν πρέπει να αντιγράφει τα ανθρώπινα μάτια, αλλά να αναδεικνύει ό,τι αυτά δεν μπορούν να «δουν». Δηλαδή, με έναν τρόπο, να «τελειοποιεί» την ανθρώπινη θέαση των γεγονότων, με την κάμερα να μετατρέπεται σε «προέκταση» του ματιού, σε οπτικό «νυστέρι» αποκάλυψης της πραγματικότητας στις λιγότερο φωτισμένες, αλλά υπαρκτές πλευρές της. Αυτή η αντίληψη, εύλογα ριζωμένη στην απελευθέρωση των δημιουργικών δυνάμεων που επέφερε η Επανάσταση, εκφράστηκε με τον όρο «Κινο – οκο» (κινηματογράφος – βλέμμα/μάτι) και από εκεί «βαφτίστηκε» η ομάδα που συνέστησε ο Βερτόφ και άλλοι ντοκιμαντερίστες το 1919, με την επωνυμία «Κινοκί».

Ό,τι ακολουθεί είναι για τον Βερτόφ μια συνεχής αναζήτηση νέων τρόπων, μεθόδων, τεχνικών, από το γύρισμα μέχρι και το μοντάζ, ώστε να φέρει τον κινηματογράφο σε ένα επίπεδο αλληλεπίδρασης με το θεατή. Ιδιαίτερα δούλεψε πάνω στην «αντιπαράθεση» των σκηνών στο μοντάζ, χρησιμοποιώντας στα κατάλληλα σημεία και γραπτές πινακίδες (τίτλους), σε μια προσπάθεια ακριβώς να μετατρέψει το θεατή σε «συμμέτοχο» των γεγονότων που παρατίθενται. Μια αναζήτηση που αντικειμενικά άνοιξε νέους δρόμους, τόσο για το ντοκιμαντέρ, όσο και για τον κινηματογράφο εν γένει, με πρωτόγνωρους, για την εποχή, πειραματισμούς, οι οποίοι εξακολουθούν να λειτουργούν με τον ίδιο φρέσκο τρόπο και στο σημερινό θεατή. Η θέση του ότι ο ντοκιμαντερίστας οφείλει να παρουσιάζει τα γεγονότα χωρίς καμία σκηνοθετική παρέμβαση, προκάλεσε γόνιμες συζητήσεις, ακόμη και πολεμικές, μεταξύ των συναδέλφων του και της κριτικής. Παράλληλα, συμμετέχει στα καλλιτεχνικά κινήματα της εποχής και δουλεύει μέσα από αυτά για τη διαμόρφωση της επαναστατικής τέχνης μαζί με προσωπικότητες όπως ο Μαγιακόφσκι, ο Μπρικ, ο Αϊζενστάιν κ.ά.

Ο Βερτόφ θα έχει την ευκαιρία να εφαρμόσει τις ιδέες του με εκπληκτικά αισθητικά και προπαγανδιστικά αποτελέσματα στο περίφημο κινηματογραφικό, θεματικό «περιοδικό» κάτω από το γενικό τίτλο «Κινοπράβντα» (σ.σ. κινηματογραφική/κινηματογραφούμενη αλήθεια) μεταξύ 1922 – 1924. Το πιο σημαντικό αποτέλεσμα αυτής της περιόδου είναι η ταινία «Κινο – Γκλαζ» (σ.σ. κινηματογραφικό μάτι») του 1924, το οποίο διακρίθηκε και στη διεθνή έκθεση του Παρισιού την ίδια χρονιά. Με την ταινία αυτή ο Βερτόφ εισηγείται ουσιαστικά για πρώτη φορά τον ποιητικό, όχι μυθοπλαστικό, κινηματογράφο της τεκμηρίωσης, όπου η κάμερα κινηματογραφεί τη ζωή με αναπάντεχο τρόπο. Πιο απλά, πιάνοντας στα «πράσα» την πραγματικότητα. Πάνω σε αυτό το μοτίβο δημιουργεί μερικές από τις καλύτερες ταινίες του Σοβιετικού – και όχι μόνο – κινηματογράφου, όπως: «Λενινιστική κινοπράβντα» (1924), «Στην καρδιά του αγρότη ο Λένιν ζει» (1925), «Προχώρα, Σοβιέτ!» (1927), «Ενδέκατος» (1928), «Το ένα έκτο της γης» (1929), «Η Συμφωνία του Ντονμπάς» (1930) και το συγκλονιστικό «Τρία τραγούδια για τον Λένιν» (1934), με τις οποίες μεταφέρει στο πανί με έναν ασύλληπτο δημιουργικό τρόπο, το πάθος με το οποίο οικοδομούν το σοσιαλισμό οι λαοί της ΕΣΣΔ, τη μάχη που δίνουν Κόμμα, εργάτες και αγρότες για την εφαρμογή των λενινιστικών διδαγμάτων. Να σημειωθεί, ότι στις περισσότερες από τις ταινίες του ο Βερτόφ υπογράφει και το σενάριο.

Η αντίληψη του δημιουργικού πειραματισμού, αυτού δηλαδή που επιχειρεί να διευρύνει περισσότερο την αντίληψη του θεατή στη συνειδητοποίηση της πραγματικότητας και που έχει λόγο ύπαρξης μόνο στο βαθμό που εξυπηρετεί τον παραπάνω σκοπό και όχι τον ανούσιο εντυπωσιασμό αποκλειστικά των αισθήσεων, εκφράζεται ακόμη καλύτερα στην ταινία «Ο άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή» (1929). Σε αυτό το φιλμ, ο άνθρωπος τοποθετείται ακριβώς στο επίκεντρο της ζωής, αναπνέει, ακούει, συλλέγει το ρυθμό της πόλης και του κόσμου. Η ταινία συγκαταλέγεται σήμερα μεταξύ των σημαντικότερων ντοκιμαντέρ παγκοσμίως.

Στη διάρκεια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, ο Βερτόφ ακολουθεί την κινηματογραφική υποδομή στην μεταφορά της στην Αλμα – Ατα στο Καζαχστάν για να προστατευθεί από την καταστροφή. Εκεί γυρίζει ταινίες επικαίρων και το 1944 επιστρέφει στη Μόσχα όπου γυρίζει την τελευταία του ταινία «Ο όρκος των νέων». Μετά τη διανομή της ταινίας στις αίθουσας αφοσιώνεται στην καθοδήγηση των οπερατέρ του μετώπου.

Οι θεωρητικές επεξεργασίες του κυρίως στον τρόπο που αντιλαμβανόταν το μοντάζ επηρέασαν, αν και ενίοτε με όρους δημιουργικής αντιπαράθεσης, πολλούς κινηματογραφιστές, μεταξύ αυτών και «γιγάντων» της 7ης τέχνης, όπως ο Αϊζενστάιν και Ντοβζένκο. Αναγνωρισμένος από την πατρίδα του και τιμημένος, μεταξύ άλλων και με «Κόκκινο Αστέρι» για την προσφορά του, ο Βερτόφ πεθαίνει στις 12 Φλεβάρη του 1954 στην Μόσχα, αφήνοντας έργο και ιδέες που θα στοιχειώνουν την αστική κουλτούρα για όσο αυτή θα υπάρχει.

ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ

· 1919 Kino Nedelya, Cinema Week

· 1919 Anniversary of the Revolution

· 1922 History of the Civil War

· 1924 Soviet Toys

· 1924 Cinema Eye

· 1925 Kino-Pravda

· 1926 A Sixth of the World/The Sixth Part of the World

· 1928 The Eleventh Year

· 1929 Man with a Movie Camera

· 1930 Enthusiasm

· 1934 Three Songs About Lenin

· 1937 In Memory of Sergo Ordzhonikidze

· 1937 Lullaby

· 1938 Three Heroines

· 1942 Kazakhstan for the Front!

· 1944 In the Mountains of Ala-Tau

· 1954 News of the Day