Σοβιετική Ένωση 1924 – Διάρκεια 78΄ – Α/Μ

Το «KINO EYE» ήταν η φιλμική επιτομή των πιο πρωτοποριακών καλλιτεχνικών αναζητήσεων στον κινηματογράφο μέχρι εκείνη την στιγμή.

Η προσέγγιση του σκηνοθέτη ξεχειλίζει από ανθρωπιά και καλοπροαίρετο χιούμορ.

Με το «KINO EYE»Βερτόφ εισηγείται ουσιαστικά για πρώτη φορά τον ποιητικό, όχι μυθοπλαστικό, κινηματογράφο της τεκμηρίωσης, όπου η κάμερα κινηματογραφεί τη ζωή με αναπάντεχο τρόπο.

Πιο απλά, πιάνοντας στα «πράσα» την πραγματικότητα.

Σαν συλλογή μικρών επεισοδίων από την καθημερινότητα της νεαρής Σοβιετικής Ένωσης.

Μεγάλη προσοχή δίνει η ταινία στα παιδιά και την πιονέρικη ζωή τους.

Σύμφωνα με τον Βερτόφ η οθόνη του ντοκιμαντέρ δεν πρέπει να αντιγράφει τα ανθρώπινα μάτια, αλλά να αναδεικνύει ό,τι αυτά δεν μπορούν να «δουν».

«Τελειοποιεί» την ανθρώπινη θέαση των γεγονότων, με την κάμερα να μετατρέπεται σε «προέκταση» του ματιού, σε οπτικό «νυστέρι» αποκάλυψης της πραγματικότητας στις λιγότερο φωτισμένες, αλλά υπαρκτές πλευρές της.

Η πρώτη ταινία στον κόσμο που θα γυριστεί χωρίς την συμμετοχή ηθοποιών, κοστουμιών, σκηνογράφων και μακιγιέρ.

Ο ίδιος δεν θα χρειαστεί πλατό σε στούντιο και ντεκόρ, γιατί οι ήρωες της ταινίας θα ζουν στην πραγματική ζωή.

«Εδώ έχουμε στιγμές, οι οποίες για πρώτη φορά καταδεικνύουν σαφώς το δεσμό μεταξύ της πόλης και του χωριού».

Σοβιετική Ένωση 1924 – Διάρκεια 78΄ – Α/Μ

Σκηνοθεσία: Τζίγκα Βέρτοφ

Κάμερα: Μιχαήλ Κάουφμαν

Μοντάζ: Ελιζαβέτα Σβιλόβα

Διεύθυνση: Αμπράμ Καγκάρλιτσκι

ΣΥΝΟΨΗ

Με την κάμερα στα χέρια του αδελφού του, Μιχαήλ Κάουφμαν, ο Βερτόφ πειραματίζεται συνεχώς στην ταινία, η οποία δομείται σαν «συλλογή» μικρών επεισοδίων από την καθημερινότητα της νεαρής Σοβιετικής Ένωσης. Μεγάλη προσοχή δίνει η ταινία στα παιδιά και την πιονιέρικη ζωή τους. Επίσης καταγράφεται η ζωή των συνεταιρισμών, η μάχη ενάντια στην φυματίωση, οι πρώτες βοήθειες, το ψυχιατρείο, μαθήματα φυσικής για εργάτες.

Λίγα λόγια για την ταινία

Το «KINO EYE», «Κινηματογραφικό μάτι», του 1924, είναι ταυτόχρονα η ολοκλήρωση της πρώτης φάσης και το πέρασμα στο επόμενο δημιουργικό στάδιο για τον θεμελιωτή του σύγχρονου ντοκιμαντέρ, Τζίγκα Βέρτοφ. Εχει ήδη αρχίσει να διαμορφώνει την προσωπική του αντίληψη για την ταινία τεκμηρίωσης: Η οθόνη του ντοκιμαντέρ δεν πρέπει να αντιγράφει τα ανθρώπινα μάτια, αλλά να αναδεικνύει ό,τι αυτά δεν μπορούν να «δουν». Δηλαδή, με έναν τρόπο, να «τελειοποιεί» την ανθρώπινη θέαση των γεγονότων, με την κάμερα να μετατρέπεται σε «προέκταση» του ματιού, σε οπτικό «νυστέρι» αποκάλυψης της πραγματικότητας στις λιγότερο φωτισμένες, αλλά υπαρκτές πλευρές της.

Αυτή η αντίληψη, εύλογα ριζωμένη στην απελευθέρωση των δημιουργικών δυνάμεων που επέφερε η Επανάσταση, εκφράστηκε με τον όρο «Κινο – οκο» (κινηματογράφος – βλέμμα/μάτι) και από εκεί «βαφτίστηκε» η ομάδα που συνέστησε ο Βερτόφ και άλλοι ντοκιμαντερίστες το 1919, με την επωνυμία «Κινοκί».

Ό,τι ακολουθεί είναι για τον Βερτόφ μια συνεχής αναζήτηση νέων τρόπων, μεθόδων, τεχνικών, από το γύρισμα μέχρι και το μοντάζ, ώστε να φέρει τον κινηματογράφο σε ένα επίπεδο αλληλεπίδρασης με το θεατή. Ιδιαίτερα δούλεψε πάνω στην «αντιπαράθεση» των σκηνών στο μοντάζ, χρησιμοποιώντας στα κατάλληλα σημεία και γραπτές πινακίδες (τίτλους), σε μια προσπάθεια ακριβώς να μετατρέψει το θεατή σε «συμμέτοχο» των γεγονότων που παρατίθενται. Μια αναζήτηση που αντικειμενικά άνοιξε νέους δρόμους, τόσο για το ντοκιμαντέρ, όσο και για τον κινηματογράφο εν γένει, με πρωτόγνωρους, για την εποχή, πειραματισμούς, οι οποίοι εξακολουθούν να λειτουργούν με τον ίδιο φρέσκο τρόπο και στο σημερινό θεατή.

Η θέση του ότι ο ντοκιμαντερίστας οφείλει να παρουσιάζει τα γεγονότα χωρίς καμία σκηνοθετική παρέμβαση, προκάλεσε γόνιμες συζητήσεις, ακόμη και πολεμικές, μεταξύ

των συναδέλφων του και της κριτικής. Παράλληλα, συμμετέχει στα καλλιτεχνικά κινήματα της εποχής και δουλεύει μέσα από αυτά για τη διαμόρφωση της επαναστατικής τέχνης μαζί με προσωπικότητες όπως ο Μαγιακόφσκι, ο Μπρικ, ο Αϊζενστάιν κ.ά.

Ο Βερτόφ θα έχει την ευκαιρία να εφαρμόσει τις ιδέες του με εκπληκτικά αισθητικά και προπαγανδιστικά αποτελέσματα στο περίφημο κινηματογραφικό, θεματικό «περιοδικό» κάτω από το γενικό τίτλο «Κινοπράβντα» (σ.σ. κινηματογραφική/κινηματογραφούμενη αλήθεια) μεταξύ 1922 – 1924. Το πιο σημαντικό αποτέλεσμα αυτής της περιόδου είναι η ταινία «KINO EYE» (σ.σ. κινηματογραφικό μάτι») του 1924, το οποίο διακρίθηκε και στη διεθνή έκθεση του Παρισιού την ίδια χρονιά. Με την ταινία αυτή ο Βερτόφ εισηγείται ουσιαστικά για πρώτη φορά τον ποιητικό, όχι μυθοπλαστικό, κινηματογράφο της τεκμηρίωσης, όπου η κάμερα κινηματογραφεί τη ζωή με αναπάντεχο τρόπο.

Πιο απλά, πιάνοντας στα «πράσα» την πραγματικότητα.

Με την κάμερα στα χέρια του αδελφού του, Μιχαήλ Κάουφμαν, ο Βέρτοφ πειραματίζεται συνεχώς στην ταινία, η οποία δομείται σαν «συλλογή» μικρών επεισοδίων από την καθημερινότητα της νεαρής Σοβιετικής Ένωσης. Μεγάλη προσοχή δίνει η ταινία στα παιδιά και την πιονιέρικη ζωή τους. Επίσης καταγράφεται η ζωή των συνεταιρισμών, η μάχη ενάντια στην φυματίωση, οι πρώτες βοήθειες, το ψυχιατρείο, μαθήματα φυσικής για εργάτες.

Η προσέγγιση του σκηνοθέτη ξεχειλίζει από ανθρωπιά και καλοπροαίρετο χιούμορ. Για παράδειγμα, η ταινία ανοίγει με μια σκηνή που ονομάζεται «Στην θρησκευτική γιορτή ή η επίδραση του τσίπουρου στις γυναίκες του χωριού», όπου περιγράφεται ένα λαϊκό γλέντι με χορούς και τραγούδια υπό τους ήχους του ακορντεόν.

Τα επεισόδια για τους πιονιέρους του χωριού και τους πιονιέρους της πόλης διηγούνται το πώς τα παιδιά της σχολικής ηλικίας συμμετέχουν στην προπαγάνδιση του συνεταιριστικού κινήματος: Πηγαίνουν στην αγορά, συγκρίνουν τις τιμές των προϊόντων μεταξύ των πάγκων των ιδιωτών εμπόρων και των συνεταιρισμένων, κολάνε αφίσες καλώντας τον κόσμο να ψωνίζει από τους συνεταιρισμούς και όχι από τους εμπόρους.

Το μικρό κεφάλαιο «Πρωί στην κατασκήνωση» γνωρίζει τον θεατή με την καθημερινότητα των πιονιέρων, οι οποίοι ζουν σε σκηνές, πλένονται στο ποτάμι, μόνοι τους ετοιμάζουν το πρωινό τους. Εκεί, μέσα στην φύση, οργανώνεται κουρείο για τους κατοίκους των χωριών, ακόμη και εργαστήρι όπου επισκευάζονται τα οικιακά σκεύη των ανθρώπων του χωριού.

Σε άλλο επεισόδιο δείχνει πώς χτίστηκαν και ξεκίνησαν να λειτουργούν οι κατασκηνώσεις. Τα θέματα για την ζωή των πιονιέρων, διανθίζονται με σκηνές, μη σχετιζόμενες θεματικά μεταξύ τους, όπως αυτή του Κινέζου ταχυδακτυλουργού Chan Ki Ouen που δείχνει στο δρόμο διάφορα κόλπα με διάφορα αντικείμενα, ενώ, σε μια άλλη σκηνή, δημιουργοί αναπαράγουν επανειλημμένα μια κατάδυση από ψηλά και με την βοήθεια των επιγραφών προσελκύουν την προσοχή στην τεχνική του αθλητή.

Ετοιμάζοντας την αίτησή του για την παραγωγή του «KINO EYE», ο Βερτόφ έγραφε ότι θα είναι η πρώτη ταινία στον κόσμο που θα γυριστεί χωρίς την συμμετοχή ηθοποιών, κοστουμιών, σκηνογράφων και μακιγιέρ. Ο ίδιος δεν θα χρειαστεί πλατό σε στούντιο και ντεκόρ, γιατί οι ήρωες της ταινίας θα ζουν στην πραγματική ζωή.

Στην κείμενο του σχεδιασμού της ταινία που απευθύνεται στην διεύθυνση της «Γκοσκινό» (του κρατικού κινηματογραφικού οργανισμού), περιλαμβάνεται κατάλογος με την κινηματογραφική ομάδα, στον οποίο καταγράφεται, μεταξύ άλλων, κάμεραμαν, ταχυδρόμος, ερευνητής ποινικών υποθέσεων, ιατρικό προσωπικό, πυροσβέστες, ποδηλάτης.

Επιπλέον, περιελάμβανε κατάλογος των σημείων που θα γίνονταν τα γυρίσματα, όπως, θερινή κατασκήνωση, αρτοποιείο, παιδική χαρά, βάρκα, νεκροταφείο, κλπ. Ο πρώτος κατάλογος ονομαζόταν «Αντί των ηθοποιών», ο δεύτερος είχε τίτλο «Αντί του στούντιο». Ο σκηνοθέτης σχεδίαζε ότι το «KINO EYE» θα ήταν η πρώτη ταινία έξι επικαίρων, αλλά κατάφερε να γυρίσει μόνο το πρώτο μέρος, «Ζωή – αιφνιδιασμός»

Στα απομνημονεύματά του, ο σκηνοθέτης, Ιλιά Κοπάλιν, γράφει, ότι στο χωριό του, Πάβλοβσκογιε – Λουζέτσκογιε, έφτασε μια τετραμελής κινηματογραφική ομάδα. Το μέρος τους ενδιέφερε, αφενός για τα γραφικά του τοπία, αφετέρου διότι στις όχθες του κοντινού ποταμού είχε δημιουργηθεί μια από τις πρώτες πιονιέρικες κατασκηνώσεις της ΕΣΣΔ.

Οι «κινοκοί», όπως αυτοσυστήθηκαν, συγκέντρωσαν τους κατοίκους στο σχολείο του χωριού και τους είπαν ότι στην περιοχή θα δουλέψουν άνθρωποι με κινηματογραφικές μηχανές και τους ζήτησαν να προσφέρουν κάθε βοήθεια. Εκεί ο Κοπάλιν γνώρισε του «κινοκοί» και αργότερα θα μαθήτευε δίπλα στον Βερτόφ, συνδέοντας την ζωή του με το ντοκιμαντέρ.

Η πρώτη μαζική προβολή της ταινίας έγινε το 1924 στον κινηματογράφο της Μόσχας «Καλλιτεχνικό». Ο κινηματογραφικός κόσμος έσπευσε να δει από κοντά το πόνημα των «κινοκοί», αναλόγως πολλοί λογοτέχνες και διανοούμενοι, αλλά και οι κάτοικοι του χωριού. Ακολούθησε μια πολύ έντονη συζήτηση, από την οποία έγινε φανερό ότι ο πειραματισμός της ταινίας δεν είχε γίνει αντιληπτός. Πολλοί ομιλητές μάλιστα ήταν ιδιαίτερα επικριτικοί, λέγοντας ότι το φιλμ που δόθηκε στην ομάδα «πήγε χαμένο».

Ωστόσο, στις 15 Οκτωβρίου του 1924, η «Πράβντα» δημοσιεύει άρθρο στο οποίο η ταινία χαρακτηρίζεται ως το πρώτο πετυχημένο φιλμ το οποίο μπορεί να προβληθεί στους εργάτες και τους αγρότες: «Εδώ έχουμε στιγμές, οι οποίες για πρώτη φορά καταδεικνύουν σαφώς το δεσμό μεταξύ της πόλης και του χωριού».

Σε άλλο δημοσίευμα αναφέρεται η βερτοφική προσπάθεια να βουτήξει στην ουσία της ζωής και να την απεικονίσει «χωρίς δραματοποιήσεις και μετατροπές» αξίζει υποστήριξης.

Οι ερευνητές του κινηματογράφου έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για ένα πλάνο της ταινίας, στο οποίο, ο μοσχοβίτικος δρόμος απεικονίζεται γερμένος στο πλάι. Το πλάνο γυρίστηκε από τον Μιχαήλ Κάουφμαν και είναι συμβατό με τις πρωτοποριακές αναζητήσεις της δεκαετίας του ‘20 και τα επαναστατικά πειράματα με τις κάμερες και τις φωτογραφικές μηχανές. Ανάλογα επεισόδια, δημιουργημένα για να «επαναστατικοποιήσουν την οπτική σκέψη», χαρακτήριζαν τον κονστροκτιβισμό του Αλεξάντρ Ροντσένκο, με τον οποίο ο Βερτόφ και ο Κάουφμαν ήταν φίλοι, ενώ και οι τρεις τους ήταν κοντά στο «ΛΕΦ», το Αριστερό Μέτωπο της Τέχνης, το οποίο προωθούσε την σύνδεση του Φουτουρισμού με την Επανάσταση.

Στην πραγματικότητα, το «KINO EYE» ήταν η φιλμική επιτομή των πιο πρωτοποριακών καλλιτεχνικών αναζητήσεων στον κινηματογράφο μέχρι εκείνη την στιγμή.